θέσπισμα — oracles neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θέσπισμα — το (ΑΜ θέσπισμα) [θεσπίζω] νεοελλ. 1. νομοθέτημα 2. (κατ επέκτ.) διάταγμα 3. πράξη ή απόφαση πανεπιστημιακής συγκλήτου 4. στον πληθ. τα θεσπίσματα εκτελεστικά διατάγματα που εκδόθηκαν από την προσωρινή κυβέρνηση μετά την μεταπολίτευση τού 1862 5 … Dictionary of Greek
θέσπισμ' — θέσπισμα , θέσπισμα oracles neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεσπισμάτων — θέσπισμα oracles neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεσπίσμασι — θέσπισμα oracles neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεσπίσμασιν — θέσπισμα oracles neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεσπίσματα — θέσπισμα oracles neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεσπίσματι — θέσπισμα oracles neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεσπίσματος — θέσπισμα oracles neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεσπίσματ' — θεσπίσματα , θέσπισμα oracles neut nom/voc/acc pl θεσπίσματι , θέσπισμα oracles neut dat sg θεσπίσματε , θέσπισμα oracles neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)