θέσπισμα

θέσπισμα
το, -ατος
1. απόφαση που παίρνεται από ένα σώμα με ψηφοφορία: Θέσπισμα της πανεπιστημιακής συγκλήτου.
2. νόμος: Το θέσπισμα του κράτους.
3. διαταγή: Κλητήριο θέσπισμα (διαταγή να προσέλθει ο κατηγορούμενος στο δικαστήριο).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • θέσπισμα — oracles neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θέσπισμα — το (ΑΜ θέσπισμα) [θεσπίζω] νεοελλ. 1. νομοθέτημα 2. (κατ επέκτ.) διάταγμα 3. πράξη ή απόφαση πανεπιστημιακής συγκλήτου 4. στον πληθ. τα θεσπίσματα εκτελεστικά διατάγματα που εκδόθηκαν από την προσωρινή κυβέρνηση μετά την μεταπολίτευση τού 1862 5 …   Dictionary of Greek

  • θέσπισμ' — θέσπισμα , θέσπισμα oracles neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεσπισμάτων — θέσπισμα oracles neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεσπίσμασι — θέσπισμα oracles neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεσπίσμασιν — θέσπισμα oracles neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεσπίσματα — θέσπισμα oracles neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεσπίσματι — θέσπισμα oracles neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεσπίσματος — θέσπισμα oracles neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεσπίσματ' — θεσπίσματα , θέσπισμα oracles neut nom/voc/acc pl θεσπίσματι , θέσπισμα oracles neut dat sg θεσπίσματε , θέσπισμα oracles neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”